- πρωτολήδεσθαι
- Α(κατά τον Ησύχ.) «τὸ πρῶτον ἀποπειρᾱσθαι».[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + λήδεσθαι. Κατά μία άποψη, το β' συνθ. συνδέεται με τα ἀηδέω / ἀδέω «είμαι κουρασμένος, αισθάνομαι αηδία», τών οποίων και αποτελεί αλλοιωμένη μορφή (πρβλ. Ησύχ. ληδεῖν «κοπιάν, κεκμηκέναι», πιθ. αντί ἀηδεῖν)].
Dictionary of Greek. 2013.